el
επιχειρώ
(
v
)
A
Greek
term in
ConceptNet 5.8
Source:
English Wiktionary
View this term in the API
Documentation
FAQ
Chat
Blog
Documentation
FAQ
Chat
Blog
Related terms
el
αντεπιχειρημα
➜
el
επιχειρα
➜
el
επιχειρημα
➜
el
επιχειρηματιασ
➜
el
επιχειρηματικοσ
➜
el
επιχειρηματολογια
➜
el
επιχειρηση
➜
el
επιχειρησιακοσ
➜
el
επιχειρουμενοσ
➜
el
μεγαλοεπιχειρηματιασ
➜
en
tackle
➜
en
undertake
➜
Context of this term
en
task
➜