el
σκύλοσ
(
n
)
A
Greek
term in
ConceptNet 5.8
Source:
English Wiktionary
View this term in the API
Documentation
FAQ
Chat
Blog
Documentation
FAQ
Chat
Blog
Related terms
en
beast
➜
en
brute
➜
en
dog
➜
en
dogfish
➜
en
hard
➜
en
worker
➜
Derived terms
el
εγω το λεω του σκυλου μου και ο σκυλοσ στην ουρα του
➜
el
και την πιτα ολοκληρη και τον σκυλο χορτατο
➜
el
σαν τον σκυλο με τη γατα
➜
el
σκυλοσ που γαβγιζει δεν δαγκωνει
➜
el
το φτηνο το κρεασ το τρων οι σκυλοι
➜
Synonyms
el
κυων
➜
el
σκυλοψαρο
➜
Context of this term
en
derogatory
➜