Terms with this context
- de spielen (v) ➜
- fr érailler (v) ➜
- grc αγνωμονεω (v) ➜
- grc αημι (v) ➜
- grc αισχυνω (v) ➜
- grc αμβλυνω (v) ➜
- grc αμελεω (v) ➜
- grc αποδιδωμι (v) ➜
- grc απομειρομαι (v) ➜
- grc απομεστοομαι (v) ➜
- grc απομονοομαι (v) ➜
- grc αποπαλλω (v) ➜
- grc αποτινω (v) ➜
- grc αποφθειρω (v) ➜
- grc αρκεω (v) ➜
- grc αρταω (v) ➜
- grc βιαζω (v) ➜
- grc βλαπτω (v) ➜
- grc βυθιζω (v) ➜
- grc διονομαζω (v) ➜
- More »